ἐπισύρει

ἐπισύρει
ἐπισύ̱ρει , ἐπισύρω
drag
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπισύ̱ρει , ἐπισύρω
drag
pres ind mp 2nd sg
ἐπισύ̱ρει , ἐπισύρω
drag
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι …   Dictionary of Greek

  • άθεος — η, ο (Α ἄθεος, ον) 1. αυτός που αρνείται την ύπαρξη τού Θεού 2. αθεόφοβος, ασεβής νεοελλ. 1. φαύλος, αλιτήριος, αξιόμεμπτος αρχ. 1. αυτός που αρνείται, που απορρίπτει τους επίσημους θεούς, τους αναγνωρισμένους από την πολιτεία 2. που τόν… …   Dictionary of Greek

  • αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… …   Dictionary of Greek

  • ανεπίφθονος — ἀνεπίφθονος, ον (Α) 1. αυτός που δεν επισύρει μομφή, άψογος, άμεμπτος 2. επίρρ. ανεπιφθόνως χωρίς να προκληθεί μίσος …   Dictionary of Greek

  • αντεπίσπαστος — ἀντεπίσπαστος, ον (Μ) [αντεπισπώ] αυτός τον οποίο κάποιος επισύρει εναντίον του ίδιου του εαυτού του …   Dictionary of Greek

  • για — (I) (πρόθ., σύνδ.). Ι. (ως πρόθ. και με έκθλιψη γι ) εκφράζει: 1. αναγκαστικό αίτιο(«τσακώνονται για το παραμικρό») 2. τελικό αίτιο, σκοπό («τόν σκότωσε για την τιμή της») 3. κίνηση σε τόπο («φεύγω για το σπίτι») 4. ικανότητα, αρμοδιότητα,… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλοδεικτώ — (AM δακτυλοδεικτῶ, έω) δείχνω με το δάχτυλο νεοελλ. 1. προβάλλω ως παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή 2. (μτχ. παθ. ενεστ.) δακτυλοδεικτούμενος, η, ο όποιος επισύρει την προσοχή για κάποιον καλό ή κακό λόγο αρχ. δείχνω, συμβολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • δελτίο — Έντυπο φύλλο χαρτιού που περιέχει σημαντικές πληροφορίες· συνοπτική έκθεση που προέρχεται από αρχή ή υπηρεσία και προορίζεται για ανακοίνωση· κάρτα με σημειώσεις. δ. αποστολής. Νομότυπο έγγραφο που συμπληρώνεται εις τριπλούν και συνοδεύει το… …   Dictionary of Greek

  • επίμεμπτος — η, ο (AM ἐπίμεπτος, ον) [επιμέμφομαι] αυτός που επισύρει μομφή, ο αξιοκατάκριτος («επίμεμπτη συμπεριφορά», «επίμεμπτη διαγωγή») αρχ. αυτός που ψέγει, που κατηγορεί …   Dictionary of Greek

  • επίμυκτος — ἐπίμυκτος, ον (Α) αυτός που επισύρει μυκτηρισμό, χλευασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιμύζω ή επιμύσσω «χλευάζω, περιγελώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”